- ετεροτροφία
- η бот. гетеротрофия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ετεροτροφία — η βιολ. ο τρόπος διατροφής τών ετεροτροφικών ζωντανών οργανισμών, η κατά διαφορετικό, παρασιτικό τρόπο θρέψη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterotrophy < heterotroph (πρβλ. ετερότροφος)] … Dictionary of Greek